- ἱεροτεύκτης
- ἱερο-τεύκτης, ου, ὁ,A temple-builder, Vett.Val.4.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιεροτεύκτης — ἱεροτεύκτης, ὁ (Α) οικοδόμος ναών, κατασκευαστής ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + τεύχω «φτιάχνω, κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek
ἱεροτεύκτας — ἱεροτεύκτᾱς , ἱεροτεύκτης temple builder masc acc pl ἱεροτεύκτᾱς , ἱεροτεύκτης temple builder masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek